Κυριακή, 28 Απρίλη, 2024 - 11:37

Σημεία των Καιρών

Χρόνος Κρόνος και Εφηβική Βία
Από τον Μάριο Νόττα*
 
Aν υπάρχει μία έννοια, βιωματικά κατανοητή που μας διακρίνει από άλλα έμβια όντα, είναι η Αλλαγή. Πρόκειται για το νόημα του Χρόνου, καθώς χωρίς αυτή δεν υπάρχει. Βλέπουμε γύρω μας και στον καθρέπτη τις αλλαγές, και έτσι νοιώθουμε / μετράμε το αναπόδραστο του Χρόνου επιχειρώντας να επεξεργαστούμε τις εισερχόμενες πληροφορίες, αλλά και να επηρεάσουμε τις επερχόμενες. Κατα μία έννοια, συναποτελούμαστε από δύο απλούς μηχανισμούς. Με τον ένα δεχόμαστε πληροφορίες (αισθητηριακές, γνωσιακές) και με τον άλλο τις επεξεργαζόμαστε για να επηρεάσουμε είτε προς όφελός μας (επιβίωση, ανάπτυξη) είτε προς όφελος τρίτων (ιδεολογία, δόγμα) αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως περιβάλλοντα κόσμο.
 
Η αντίσταση στην παραπάνω αλλαγή, (στη πραγματικότητα η αντίσταση στον Χρόνο - Κρόνο)  είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση. Καθώς ‘τα πάντα ρει’, ο καθένας μας βρίσκει πρόσκαιρα σημεία ισορροπίας, όπου ‘κατανοεί’ τις διαδικασίες και συναρμόζει την ύπαρξή του στο ‘σήμερα’ πετυχαίνοντας είτε λιγότερο πόνο, ή περισσότερη ευδαιμονία, Ενώ η αλλαγή εξελίσσεται ερήμην του, ο ίδιος δοκιμάζεται: Προσωρινά ίσως τα καταφέρει. Νομοτελειακά αυτό θα πάψει να συμβαίνει. Από εκείνο το σημείο και μετά αρχίζει η σταδιακή κριτική και απόρριψη των ‘νέων τρόπων’, νέων ηθών, νέας μόδας, νέας γλώσσας και τόσων άλλων.
 
Από τα παραπάνω κρατάμε πως άσχετα με το αν αντικειμενικά ζούμε σε καλύτερους ή χειρότερους καιρούς, η ίδια η ανθρώπινη φύση, σταδιακά απορρίπτει το ‘σήμερα’ και προσκολλάται σε μία παρελθούσα περίοδο, που συνήθως συμπίπτει (λίγο πριν και λίγο μετά) με την κορύφωση της αναπαραγωγικής περιόδου - ίσως διότι  απαιτείται λίμπιντο και αποδοχή των “όρων του παιχνιδιού” για να πετύχει κανείς στον διαγκωνισμό αποφυγής της μοναξιάς. 
 
Με τα παραπάνω, σε εισάγω στη σημερινή απόπειρα να αντιληφθούμε / κουβεντιάσουμε ένα από τα χειρότερα φαινόμενα της μετα-πανδημικής Ελλάδας των 2020: Αυτό της εφηβικής βίας.
 
Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μία ‘γκρίνια’ των συντηρητικών τμημάτων της κοινωνίας, αλλά με μία αντικειμενική παρατήρηση: Αποτύχαμε. Σε ένα τμήμα της ποιότητας της καθημερινότητας που μέχρι τώρα μας διέκρινε από άλλα μέρη του ανεπτυγμένου κόσμου. 
 
Δεν συνέβη μόνο του. Συνέβη με την σταδιακή εγκόλπωση καινών μεθόδων κοινωνικοποίησης των νέων πολιτών, με κύριο χαρακτηριστικό την απομείωση του ρόλου της οικογένειας και της τοπικής κοινότητας, αλλά και την εισαγωγή νέων υποδειγμάτων που επιβλήθηκαν με σχεδόν βίαιο τρόπο.
 
Ας μιλήσω για τη γενιά μου: Μεγάλωσα με πολύ λιγότερα αγαθά, ηλεκτρονικές συσκευές και υπηρεσίες απ’ότι σήμερα. Ωστόσο η μητέρα μου ΔΕΝ χρειαζόταν να δουλεύει. Οπως και το υπόλοιπο συντριπτικό μέρος της τότε Ελληνικής κοινωνίας, η μάνα ‘μεγάλωνε παιδιά’. Αυτό από μόνο του έκανε τη διαφορά. Ο πατέρας (αλλά και ο θείος μου, και άλλα μέλη της ευρύτερης οικογένειας) γύριζαν σπίτι μία λογική ώρα. Και είχαν ποιοτικό χρόνο μαζί μας. Τα υπέροχα βράδια, πριν εισβάλλει η τηλεόραση, καθόμασταν όλοι μαζί στο τραπέζι, φτιάχναμε πράγματα με τα χέρια μας, παίζαμε παιχνίδια, απολαμβάναμε ο ένας τον άλλον. Και μαθαίναμε. Από εκείνους που είχαν στην ευθύνη τους να μας κάνουν ‘καλούς ανθρώπους’. Οχι να μας πουλήσουν κινητά ή ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
 
Αυτό άλλαξε εν μία νυκτί. Μπήκε το κουτί στη ζωή μας (στη πιο αθώα εκδοχή του, με δύο κανάλια το ΕΙΡΤ και την ΥΕΝΕΔ - και με πρόγραμμα που άρχιζε στις 6 και τελείωνε είτε στις 9 ή τα μεσάνυχτα).
 
Η ‘οικογενειακή ζωή’ αμέσως κουτσουρεύτηκε. Ως υπνωτισμένοι, ή μάλλον ως ανάπηροι καθηλωθήκαμε μπροστά στο βαρύ κουτί που κατέστη (και είναι ακόμα, στα περισσότερα σπίτια) ένας ιδιότυπος βωμός. Το φαγητό, και μαζί του το βραδυνό συναπάντημα καταστρατηγήθηκε. Τα βλέμματα έπαψαν να συναντώνται. Τα σώματα έχασαν τον προσανατολισμό τους. Το σβούρισμα στον χώρο ακυρώθηκε. Σε θέση καθήμενη ή οριζόντια οι παλιές ζαβολιές, τα αστεία ο απολογισμός της ημέρας και η χαρά του απροσδόκητου επισκέπτη ματαιώθηκαν οριστικά.
 
Στη θέση τους δεν ήταν μόνο ο Φρέντι Γερμανός (και ο Μαστοράκης), αλλά μία ψυχροπολεμική σειρά (την ξέρεις από τα κινηματογραφικά sequel, το Mission Impossible), δύο πολιτισμικά υποδείγματα του ‘Britannia Rules’, (ο Άγιος και οι Εκδικητές), κάποιες πολεμικές ταινίες (σε συνήχηση με την στρατιωτική δικτατορία) μαζί με απάνθισμα αμερικάνικων σειρών της τηλεόρασης στα μισά του αιώνα.
 
Το ‘χαρμάνι’ απέκτησε αμέσως τεράστιο βάρος για όσους τότε μεγαλώναμε. Θυμάμαι πως τα παιχνίδια “έξω”, και το συναπάντημα με τα παιδάκια της γειτονιάς, σταμάτησαν αμέσως. Μεταβατικά, καμιά φορά, ερχόντουσαν σπίτι μας, αυτό τελείωσε μόλις πήραν δική τους τηλεόραση. Από τη μια στιγμή στην άλλη πέθανε το ‘κρυφτό’, ‘τα μήλα’, ‘τα κεραμίδια’, και ένα σωρό αυτοσχέδιες δικαιολογίες για να συναντιόμαστε, να μοιραζόμαστε και να αγαπιόμαστε.
 
Διατρέχοντας τον χρόνο “στο γρήγορο”, η εξάρτηση μεγάλωνε και μεγάλωνε. Οι κοινωνίες μας στάθηκαν περισσότερο από πρόθυμες να ενσωματώσουν τις τεχνολογίες “Μαζικής Ανατροφής”, μέχρι και το επόμενο ρεύμα, του υπολογιστή, του διαδικτύου, των κοινωνικών μέσων και της εξατομίκευσης της προσωποποιημένης ψυχαγωγίας και ενημέρωσης. Ενώ η μάνα έπαψε να είναι σπίτι. Τι βολικό.
 
Τα απλά μαθηματικά της παραπάνω εξίσωσης μας οδηγούν στο εκτυφλωτικά προφανές συμπέρασμα. Από τη στιγμή που η ζεστασιά της ανθρώπινης επαφής, υποχώρησε για να δώσει τη θέση της σε μία χαοτική ανατροφή οπτικοακουστικής ηδονής, και μάλιστα εισαγόμενης και παγκοσμιοποιημένης, το παιχνίδι, όπως το ξέραμε, χάθηκε. Ο έλληνας έφηβος των 2020 διαφέρει ελάχιστα από τον αντίστοιχο των ΗΠΑ, της Αυστραλίας και της Λετονίας. Στο νέο παγκόσμιο χωριό η βία είναι όχι μόνο ανεκτή αλλά και αποδεκτή ως τρόπος επιβίωσης και (αναγκαίας) επιβολής.
 
Ο νέος πολίτης μεγαλώνει εκτειθέμενος σε χιλιάδες παραλλαγές της, όχι σπάνια θαυμάζοντας τους πρωθιερείς της ως υποδειγματικά είδωλα. Και βέβαια τα MME, παγκόσμια και εγχώρια έχουν αποδεχτεί και εγκολπώσει αυτή την τάση. Σε μία κούρσα ανάδειξης όλο και πιο ακραίων - σοκαριστικών εκδοχών της. Αν δεν την παράγουν, την αναπαράγουν. Αγνοώντας θεμελιώδεις αρχές της Ψυχολογίας όπως είναι το Imitation Crime (μιμητική εγκληματική συμπεριφορά). 
 
Θα το πιάσουμε από εδώ, στον περίπατό μας σε επόμενο Boulevard...
 
*Ο Μ.Ν. ‘φορτώνει’ με την ασχήμια που στην επανάληψή της γίνεται ‘αόρατη’ και μοιρολατρικά αποδεκτή. Θεωρώντας τον εαυτό του, την ‘τάξη’ του και τους φίλους του ως μέρος του προβληματος, γράφει για μικρά και μεγάλα εωσφόρα. Σε περιόδους
νηφαλιότητας διευθύνει το ECI - European Communication Institute'