Ένας... Ντίκενς και γι’ αυτά τα Χριστούγεννα!
Στην ερώτηση «ποιος είναι ο συγγραφέας που, διεθνώς, έχει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ταυτιστεί με τη γιορτή των Χριστουγέννων», είναι βέβαιο ότι η συντριπτική πλειονότητα θα επέλεγε να αναφερθεί στον Κάρολο Ντίκενς (Πόρτσμουθ 1812 - Ρότσεστερ 1870).
Από τη Ναταλί Χατζηαντωνίου
Η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» (ή καλύτερα «A Christmas Carol», «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα», δηλαδή, όπως ήταν ο πρωτότυπος τίτλος της νουβέλας όταν πρωτοκυκλοφόρησε στις 19 Δεκεμβρίου του 1843) είναι, βλέπετε, εκτός από αδιαμφισβήτητο κλασικό λογοτεχνικό αριστούργημα, ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το οποίο ενέπνευσε και πολλές από τις άλλες τέχνες-με πρώτη την 7η αν σκεφτεί κανείς πόσες και τι είδους κινηματογραφικές εκδοχές έχει γνωρίσει η νουβέλα με ήρωα τον σπαγγοραμένο, μικρόψυχο Εμπενίζερ Σκρουτζ.
Επιπλέον δεν είναι λίγοι οι μελετητές που υποστηρίζουν ότι στην πένα του Ντίκενς οφείλεται η αλλαγή στον τρόπο υποδοχής μίας γιορτής που μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα είχε αποκλειστικά θρησκευτικό χαρακτήρα και ανάλογο τυπικό στην προετοιμασία της. Από τα μέσα του 19ου αιώνα όμως οι χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις ευνοούσαν σταδιακά μια πιο ανθρωποκεντρική και «κοσμική» συμπεριφορά: τα Χριστούγεννα άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως μία, πρωτίστως, οικογενειακή γιορτή στην οποία όφειλαν να κυριαρχούν τα αισθήματα της αγάπης, της αλληλοϋποστήριξης και της αλληλεγγύης, αλλά δεν «ποινικοποιούνταν» το φαγητό, το ποτό, ο χορός, η παρέα,
η ευθυμία-η ατμόσφαιρα δηλαδή την οποία συναντάει ο Σκρουτζ στο σπίτι του μικρού Τιμ και πολύ περισσότερο στο σπίτι του ανηψιού του. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο η «φιλολαϊκή» αποδοχή του Ντίκενς οφείλεται και στο ιδεολογικό πρόσημο που διαπνέει το έργο του, γενικώς. Και ειδικώς φυσικά, αν και στον χαρακτήρα του Σκρουτζ έχει βασιστεί η πολεμική όσων διέγνωσαν αντισημιτική ροπή στον συγγραφέα. Ολόκληρη η νουβέλα πάντως διαπνέεται από τις γνωστές και από τα μυθιστορήματά του κοινωνικοπολιτικές θέσεις του γνωστότερου μυθιστοριογράφου της βικτωριανής Αγγλίας.
Ο Ντίκενς, και ο ίδιος με άσχημα, σκληρά και πνιγμένα στη φτώχεια παιδικά χρόνια (στα 12 του, όταν ο πατέρας του, Τζον Ντίκενς, υπάλληλος στην Υπηρεσία Μισθοδοσίας του Ναυτικού, φυλακίστηκε για χρέη, αναγκάστηκε να επωμιστεί ως πρωτότοκος τις οικογενειακές ευθύνες και να δουλέψει κάτω από άθλιες συνθήκες σε ένα εργοστάσιο βερνικιών για παπούτσια κοντά στον Τάμεση), είναι ο κατεξοχήν επικριτής της παιδικής εργασίας και εκμετάλλευσης («Δαβίδ Κόπερφιλντ», «Ολιβερ Τουίστ», «Νίκολας Νίκλεμπι»), αυτός που καταγγέλλει τις ταξικές ανισότητες στην αγγλική κοινωνία του 19ου αιώνα («Μεγάλες Προσδοκίες», «Δύσκολα Χρόνια») και την πιο σκληρή φτώχεια που κόστισε σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού η Βιομηχανική Επανάσταση. Και στη συγκεκριμένη νουβέλα αξιοποιώντας το θρησκευτικό υπόβαθρο των Χριστουγέννων ο Ντίκενς στέλνει κυριολεκτικά στην κόλαση τον πάμπλουτο και άκαρδο συνεργάτη του Σκρουτζ Τζέικομπ Μάρλεϊ, ενώ δίνει μία ευκαιρία στον Εμπενίζερ να ανακαλύψει και να εφαρμόσει τις αρχές του σοσιαλισμού και στον εαυτό του να οραματιστεί έναν πιο δημοκρατικό και πιο δίκαιο κόσμο που κυβερνάται από την αίσθηση του καθήκοντος («Ο ζοφερός οίκος»).
Φτιαγμένο με την ατμόσφαιρα των λασπωμένων δρόμων του βικτωριανού Λονδίνου το ουτοπικό παραμύθι του επικαιροποιείται στη σημερινή Ευρώπη της πρωτοφανούς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που σε πολλά ζητήματα απ’ όσα απασχόλησαν τον Ντίκενς (φτώχεια, ανεργία, παιδική εργασία, ανισότητες, δημοκρατικό έλλειμμα) έχει γυρίσει το ρολόι πολύ πίσω...
Οι λάτρεις του σινεμά γνωρίζουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια για την κινηματογραφική βιομηχανία ότι μυθιστοριογραφία του Ντίκενς είναι ένα κινηματογραφικό «συνώνυμο» των Χριστουγέννων. Ωστόσο η προβολή της «Αόρατης Γυναίκας» του Ρέιφ Φάινς με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τους Φελίσιτι Τζόουνς, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Τζοάνα Σκάνλαν κ.ά., πριν από δύο χρόνια στη μεγάλη οθόνη, δεν παρέπεμπε σε μία ακόμη εκδοχή της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας». Η ταινία βασιζόταν σ’ ένα από τα λιγότερο γνωστά κεφάλαια της ζωής του Ντίκενς, αυτό της μυστικής σχέσης του με την κατά 28 χρόνια μικρότερή του ηθοποιό και ερωμένη του Νέλι Τέρναν.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν σ’ ένα λονδρέζικο θέατρο το 1857. Η Νέλι ήταν μόλις 17 ετών και εκείνος 45, ήδη γνωστός συγγραφέας, παντρεμένος με την Κάθριν Χόγκαρτ και πατέρας δέκα παιδιών. Συνδέθηκαν ερωτικά τον επόμενο χρόνο, όταν ο Ντίκενς ανέβαζε, σε δική του διασκευή, τα «Παγωμένα βάθη» του Γουίλκι Κόλινς. Η σχέση τους που κράτησε μέχρι τον θάνατό του, έγινε αντιληπτή από τη σύζυγό του αλλά και από τη μητέρα της Νέλι, δεν επισημοποιήθηκε όμως ούτε και μετά τον χωρισμό του απ’ τη Χόγκαρτ: Στην πουριτανική βικτωριανή Αγγλία, ένα τέτοιο ερωτικό σκάνδαλο θα ’χε ολέθριες συνέπειες για την καριέρα του. Γι’ αυτό η Νέλι συμφιλιώθηκε αναγκαστικά με τον ρόλο της «αόρατης γυναίκας» στη ζωή αυτού που υπήρξε κατά τον Τολστόι «ο μεγαλύτερος συγγραφέας του 19ου αιώνα». Άχαρος ρόλος για μία γυναίκα που τ’ όνομά της, ανασυρμένο από τους βιογράφους του Ντίκενς και αποκατεστημένο κυρίως από το 1990 όταν κυκλοφόρησε (το πολύκροτο) βιβλίο της Κλερ Τόμαλιν «Αόρατη Γυναίκα», παραμένει ελάχιστα γνωστό και πάντως πολύ λιγότερο διάσημο από τα ονόματα των μεγάλων, κλασικών ηρώων του...